Σάββατο 9 Ιουνίου 2007

Η ΜΑΥΡΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ

Η Μαυροσκουφίτσα ή για συντομία σκέτο Σκουφίτσα ήταν ένα ξεπεταγμένο δεκατριάχρονο μαύρο κορίτσι, που ζούσε στο Χάρλεμ με μια μαμά σπασαρχίδω. Η μάννα δούλευε καθαρίστρια στου Ronnie, ένα μαγαζί όπου σύχναζαν πρεζάκηδες, που σνιφάρανε κόκα από το πρωί ως το βράδυ και τα βαποράκια ίδρωναν πιο πολύ κι από τους σερβιτόρους. Στο τέλος της βραδιάς η μάννα καθάριζε με την ηλεκτρική σκούπα τη μοκέτα του μαγαζιού, που ήταν γεμάτη κόκα και μετά την άδειαζε σ'ενα σακουλάκι και το πήγαινε σπίτι. Πρέπει να σας πω ότι η Σκουφίτσα είχε μια γιαγιά τυφλή, πρώην σαξοφωνίστρια της τζαζ, που ζούσε μονάχη μ'ένα καναρίνι και ότι κι οι δυο τους σνιφάραν κόκα σαν αντλίες, να φανταστείτε η γιαγιά την έχωνε στη μύτη της με το σαξόφωνο, ενώ το καναρίνι πασαλειβόταν σαν να αλευρωνόταν για τηγάνισμα και μετά τραγουδούσαν μαζί I get kick of you baby και ξυπνούσαν όλη την πολυκατοικία. Μια φορά την εβδομάδα η Σκουφίτσα έπρεπε να διασχίσει όλο το Χάρλεμ, για να πάει την κόκα στη γριά γιατί αν δεν πήγαινε η γριά τρελλαινόταν κι έβγαινε στο δρόμο με το σαξόφωνο και με το καναρίνι να βαράει το ταμπουρίνο (ήταν λίγο εύσωμο το καναρίνι), μέχρι να τη λυπηθεί κάποιος και να τη φιλέψει μια δόση και τότε σταματούσε γιατί η γιαγιά τα είχε λίγο χαμένα και έπαιζε το σαξ ανάποδα με τη μεγάλη τρύπα στο στόμα και δεν ήταν ωραίο θέαμα. Ας μη τα πολυλογώ όμως. Μια νύχτα η μάννα είπε στην Σκούφια "άντε το πράμα στη γιαγιά σου μα πρόσεχε τον Lonesome Wolf, τον Μοναχικό Λύκο γιατί τον πήρε το μάτι μου να περιφέρεται από εκείνα τα μέρη". Ο Lonesome είναι ένας τυπάς που προμηθεύει οτιδήποτε, ακόμα και βατόμουρα, αν έχουν ζήτηση κι έχει ένα ποινικό μητρώο ούτε τηλεφωνικός κατάλογος να'τανε. Η Μαυροσκουφίτσα ξεκίνησε μες τη νύχτα, αλλά δεν φοβόταν καθόλου, γιατί μπορεί να'ναι μια μικρή δεκατριάχρονη νεγρίτσα, στην τσέπη της όμως έχει ένα στιλέτο σαν τάβλα από windsurf. Έλα όμως που μόλις βγήκε από την 44η οδό, να'σου εμφανίζεται ο Μοναχικός Λύκος, της κλείνει το δρόμο και μ'ένα χαμόγελο πλατύ φαρδύ που αφήνει τα χρυσά του δόντια να φεγγοβολούν μες τη νύχτα της λέει: "Δε μου λες αδελφούλα, τι κρατάς μες το καλαθάκι; Κουλουράκια;" "Δουλειά σου Λύκε" είπε η Σκουφίτσα και του'δωσε μια γερή κλωτσιά στην οικογένεια κι ο Lonesome άδειασε στο πεζοδρόμιο τρία λίτρα ουίσκυ και όλο το παστίτσιο που είχε καταβροχθίσει για πρωινό. "Έι, μικρούλα" λέει ο Lonesome, "βαράς άσχημα που να σε πάρει. Ηρέμησε λίγο. Δε θέλω να σου φάω το πράμα. Έχω να σου προτείνω μια δουλίτσα. Να καθαρίσουμε τη γριά και το πράμα που σου δίνει κάθε βδομάδα η μάννα σου να το κρατάμε εμείς. Εγώ που'χω τις γνωριμίες θα την πασάρω και θα τα μοιραζόμαστε fifty-fifty κι όταν θα'χουμε βάλει λίγο ρευστό στη μπάντα την κάνουμε για Φλόριντα μεριά κι ανοίγουμε ένα κιόσκι να πουλάμε παγωτά και milk-shake. Είσαι;" "Μάλιστα Lonesome" είπε η Σκουφίτσα "έχεις γερό σβέρκο. Δε σ'είχα για τόσο μάγκα. Είμαι". Παρουσιάζονται λοιπόν στο αχούρι της γριάς, που είναι ξαπλωμένη με τη νυχτικιά της στο κρεβάτι και σκορπίζει κορν-φλέιξ σ'όλο το δωμάτιο και μασουλάει την παντόφλα της, πιο τυφλή από κάθε άλλη φορά. "Να'μαι γιαγιάκα" είπε η Σκουφίτσα. "Άι γαμήσου Σκούφια" ψέλλισε η γιαγιά "γιατί άργησες τόσο πολύ, γαμήθηκες στο δρόμο με κανα συφιλιδικό; Λίγο ακόμα και θα σνίφαρα το απορρυπαντικό των ρούχων τόσο down που'μαι. Κατέβα το χιόνι σκρόφα" Ο Λύκος, παρ'όλο που δεν συναναστρεφόταν κι αριστοκράτες έμεινε σέκος με το λεξιλόγιο της γιαγιάς. Σα να μην έφτανε αυτό το καναρίνι έχεσε στο κεφάλι του. Πλησίασε στο κρεβάτι της γριάς μ'ένα κασκόλ για να της στραγγαλίσει το λαιμό. "Εσύ είσαι πουτάνα;" είπε η γριά τεντώνοντας τη χερούκλα της "δωσ' μου το πράμα. Πω..Πω πώς βρωμάν έτσι τα πόδια σου;" "Περπάτησα πολύ" είπε ο Λύκος μιλώντας με φωνή DJ. "Καλά" είπε η γριά "αλλά τι είναι αυτές οι φαβορίτες σα βούρτσα;" "Η τελευταία νεοϋορκιέζικη μόδα γιαγιάκα"στρίγκλισε ο Λύκος. "Α, ναι;" συνέχισε η γριά "κι αυτές εδώ τις πλάτες πού τις κονόμησες;" "Κάνω βαράκια γιαγιά" είπε ο Λύκος ενώ ετοιμαζόταν να την πνίξει. "Α, ναι;" είπε η γριά "κι αυτό εδώ τι είναι; δώρο για μένα;" και πιάνει το Λύκο από την οικογένεια και του τα στρουμπουλάει και βγάζει κάτι κραυγές ο Λύκος από τον πόνο που μαζεύτηκαν τ'ασθενοφόρα λες και πηγαίνανε για παρέλαση. Ύστερα η γιαγιά βγάζει κάτω από τα σκεπάσματα μια καραμπίνα κι αρχίζει να πυροβολάει λες και κρατούσε αυτόματο. Ο Λύκος ουρλιάζει από τον πόνο, η Σκουφίτσα προσπαθεί να την κάνει με το εμπόρευμα, μα το καναρίνι της δίνει μια τσιμπιά στο μάτι με το ράμφος του, ξυπνάει όλη η πολυκατοικία, μέχρι που φτάνει ένας μπάτσος χοντρός που'μοιαζε με τρεις αυτόματους διανομείς κόκα-κόλας βαλμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο. "Τι διάολο συμβαίνει εδώ; Τι βρίσκουμε;" "Αμ τι παίζουμε" είπε η Σκουφίτσα "εσύ δεν θες να τραβήξεις λίγο άχυρο;" Άρχισαν να σνιφάρουν σα λαγωνικά. Λίγο αργότερα φτάνουν δυο πανκς ντυμένοι με πυτζάμες και ένα τσούρμο πορτορικανών με ντενεκέδες για ντραμς. Η γριά πήρε το σαξ ανάποδα έτοιμη να παίξει το Blue Moon αλλά ό ένας πανκ, της άδειασε μες στο σαξόφωνο ένα ολόκληρο μπουκάλι τζιν και την ξάπλωσε για τα καλά. Η Μαυροσκουφίτσα τους τακτοποίησε όλους, αλλά παρά λίγο να πέσει ξύλο γιατί ένας πορτορικανός μπήκε δυο φορές στην ουρά κι ο μπάτσος ήταν τόσο φτιαγμένος που πήδηξε και τη γιαγιά λέγοντάς της "πάντα ήμουν fan σας κυρία Λιζ Τέυλορ" και πάνω στη σύγχυση ένας πορτορικανός τράβηξε μια σνιφάτα με το καναρίνι κι η Σκουφίτσα τσαντίστηκε και έπεσε και πάλι ξύλο κι ήρθαν άλλοι δώδεκα φτιαγμένοι κι ένας κινέζος και να μην πολυλογώ η Σκουφίτσα γύρισε σπίτι στις οκτώ το πρωί με μια φάτσα σα βρικόλακας έτοιμος να πάει από ανακοπή. "Τι ώρα είναι αυτή παλιοτσούλα;" είπε η μαννούλα "που ήσουνα;" Κι η Σκουφίτσα της διηγήθηκε ένα παραμύθι.

Από το βιβλίο "terra" του "Stefano Benni" Edizioni U.E.F 1997

2 σχόλια:

Joye είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Joye είπε...

Το ρολόι του κόσμου χτυπάει εμεσάνυχτα….
Αποσπάσματα
…..Μόνο τότε μπόρεσε να ακουστεί ο μεγάλος θρήνος. Οι δρόμοι που άνθιζαν οι δεντροστοιχίες γέμισαν καπνό και αίμα. Στην αρχή σκότωναν από μίσος, ύστερα από καθήκον, πιο ύστερα από συνήθεια και στο τέλος από τρέλα. Σκότωναν από ιερή υποχρέωση , με αταραξία και φλέγμα…….
……Τι ήταν?......ένα πρωτάκουστο,……., πλάσμα χωρίς σχήμα, χωρίς είδος, χωρίς ηλικία, χωρίς φύλο…….Δεν ήταν ούτε νέος, ούτε γέρος, ούτε γριά, ούτε κορίτσι. Δεν είχε κόμη, ούτε μάτια, ούτε χείλη,…..,…..Σε μια στιγμή κάτι σηκώθηκε από τη μεριά που πρέπει να ήταν το χέρι….Ένα κοκαλένιο άσπρο κλαρί που τελείωνε σε πέντε λιγνά κλαράκια…….Ποιος ήταν? Από πού ήρθε? Βγήκε από τους τάφους, από τους φούρνους, από τους στοιβαγμένους σωρούς?........Ήταν όλοι, όλες, όλα. Έζησε ως αυτή τη στιγμή για να τα αντιπροσωπεύσει όλα . Τις φρίκες, τους ανθρώπους, τα εγκλήματα, τα όνειρα….Με μια μορφή-αυτήν, να τα πει όλα με μια λέξη-αυτήν:ΚΑΤΑΡΑ! Και να λιώσει.
……Στη Αμερική άρχισε να διαδίδεται γρήγορα η ειλικρίνεια….ετοιμάζανε μια σειρά από μαθήματα εθνικής μετεκπαίδευσης, την λέγανε…...Η καταγωγή της χανόταν μες στις στοές του Μεσαίωνα κι ήρθε να τελειοποιηθεί μες την μεταλλική συνείδηση του Κλαν. Ο άνθρωπος- σαν μηχανικό συγκρότημα που είναι-,…….,μπορείς να απομονώσεις ξεχωριστά όλα τα εξαρτήματα, να τα καθαρίσεις ένα ένα ή να τα αφαιρέσεις και να τα αντικαταστήσεις με άλλα. Ο εγκέφαλος είναι μια πλάκα που καταγράφει ό,τι θέλει εκείνος. Προσπάθησε λοιπόν να καταγράψει ό,τι θέλεις εσύ. Αν δεν το καταφέρεις σπάστ’την……